-
1 προ-ϋφ-αιρέω
προ-ϋφ-αιρέω (s. αἱρέω), vorher (darunter) wegnehmen, τὰς ἐκκλησίας πρὶν ἐπιδημῆσαι τοὺς πρέσβεις, Aesch. 2, 61.
1 προ-ϋφ-αιρέω
προ-ϋφ-αιρέω (s. αἱρέω), vorher (darunter) wegnehmen, τὰς ἐκκλησίας πρὶν ἐπιδημῆσαι τοὺς πρέσβεις, Aesch. 2, 61.